Νομίζω πως όταν κάποιος καταγράφει τις μνήμες του για το καλοκαίρι του 1974 έστω και αν δεν περιέχουν κάτι σημαντικό, συμβάλουν στην δημιουργία της εικόνας της ζωής στην Κύπρο εκείνη την περίοδο, που έρχεται ξανά στο νου όσων την έζησαν και βοηθά αυτούς που δεν την έζησαν να αντιληφθούν σ’ ένα βαθμό τι γινόταν σε διαφορετικούς χώρους στην Κύπρο.
Θα προσπαθήσω λοιπόν να καταγράψω τις δικές μου μνήμες, έτσι όπως τις έζησα ως ένας δεκαεξάχρονος.
Στο γυμνάσιο της Ακρόπολης όπου φοιτούσα στην Τετάρτη τάξη, εκείνο τον καιρό μέχρι την εισβολή θεωρείτο το γυμνάσιο της αριστοκρατίας, γι’ αυτό και τα παιδιά πολλών γνωστών και μη, οικονομικά ισχυρών, διευθυντών, υπουργών κ.λπ. φοιτούσαν σ’ αυτό.
Οι μαθητές αριστεροί ήταν λίγοι.
Οι ιδεολογικές-πολιτικές συζητήσεις ήταν καθημερινές και πολλές φορές έντονες.
Την άνοιξη του 1974 μια μέρα οι συμμαθητές μας της ΕΟΚΑ β ήρθαν το πρωί και προσπαθούσαν να μας βγάλουν διαδήλωση, με το αιτιολογικό ότι έγινε κάποιες μέρες πριν ανθελληνική διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολη, Γι’ αυτό έπρεπε κ’ εμείς να πραγματοποιήσουμε αντιτουρκική διαδήλωση. Εγώ όπως και πολλοί άλλοι δεν κατανοούσαμε γιατί έπρεπε να κάνουμε διαδήλωση. Στο τέλος τα κατάφεραν και η διαδήλωση ξεκίνησε, όμως το εφεδρικό σώμα της αστυνομίας που έφτασε την περιόρισε στην αυλή του σχολείου. Όταν μπήκαμε στις τάξεις γύρω στους δέκα συμμαθητές μας της ΕΟΚΑ β συγκεντρωμένοι στην αυλή φώναζαν: όρκος απαράβατος ένωση ή θάνατος. Τότε κατάλαβα!
Τον Μάη ή Ιούνη όπως μεταδιδόταν από το μόνο κανάλι ενημέρωσης στην ελληνοκυπριακή πλευρά υπήρχε αντιπαράθεση Ελλάδας Τουρκίας για το Αιγαίο. Μιλώντας μ’ ένα συμμαθητή μου υποψήφιο βουλευτή του συναγερμού στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, του είπα στο τέλος εν εμείς που εν να φταίξουμε.
Με το κλείσιμο των σχολείων πήγα στο χωριό μου.
Το Χωρίο μου μια μικρή κοινότητα, με ήσυχους κατοίκους, πολλοί απ’ αυτούς είχαν έντονο ενδιαφέρον για τα πολιτικά ζητήματα και εξελίξεις.
Θυμούμαι από μικρό παιδί στον καφενέ μας οι θαμώνες άκουαν τις ειδήσεις και τα σχόλια από το ΡΙΚ, τον μπαΪρακ, την φωνή της Κύπρου (τουρκοκυπριακός ραδιοσταθμός), με προσοχή και χωρίς να μιλούν και στη συνέχεια άρχιζε η συζήτηση. Κάθονταν σ’ ένα κύκλο περίπου, μιλούσε κάποιος και οι άλλοι τον άκουαν, μετά έπαιρνε άλλος τον λόγο κι οι υπόλοιποι άκουαν, η συζήτηση τέλειωνε όταν δεν είχε κανένα για να πει κάτι. Αυτός ο τρόπος συζήτησης μου έκανε εντύπωση και δεν τον συνάντησα πουθενά όπου και αν πήγα.
Τα’ απογεύματα όταν οι ηλικιωμένοι μαζεύονταν, ο καφετζής διάβαζε μεγαλόφωνα τα σημαντικά από την εφημερίδα για να ακούν και οι άλλοι που δεν ήξεραν να διαβάζουν.
Έτσι λοιπόν γινόταν και το καλοκαίρι του 1974. Έντονο το ενδιαφέρον για τις πολιτικές εξελίξεις και οι συζητήσεις κάθε βράδυ έδιναν και έπαιρναν. Γίνονταν αναφορές και για πραξικόπημα.
Το πρωί της Δευτέρας 15 Ιούλη στο χωρίο δεν υπήρχε κίνηση, ήταν ησυχία. Στο σπίτι μας η κόρη της αδελφής μου που ήρθε για να μείνει λίγες μέρες(12 χρόνων), ενώ σφουγγάριζε και άκουε το μικρό μου ραδιόφωνο, με ρώτησε: Γιατί παίζει ο εθνικός ύμνος; Εγώ χωρίς να σκεφτώ διερωτήθηκα αν είναι καμιά επέτειος για τον Σολωμό.
Μετά πήγα δίπλα στο καφενείο για να δω τι γίνεται. Ήταν μόνος ο αδελφός μου ο οποίος ήταν με άδεια του στρατού μέχρι ν’ απολυθεί εκείνες τις μέρες. μου λέει ότι έγινε πραξικόπημα και προς επιβεβαίωση μου έβαλε ν’ ακούσω τα εμβατήρια και την ανακοίνωση ότι ο Μακάριος είναι νεκρός, που μετέδιδε το ΡΙΚ. Αμφισβήτησε όμως την ανακοίνωση πως ο Μακάριος ήταν νεκρός, λέγοντας ότι μάλλον εννοούν πολιτικά είναι νεκρός.
Μετά ήρθαν και κάποιοι άλλοι στον καφενέ. Σε κάποια στιγμή ένα αυτοκίνητο περνούσε στο δρόμο, έτους που παν είπε ο Χ.Π. που ήξερε (το είπε χαμηλόφωνα σε μας τους δύο που είμαστε εκεί). Το αυτοκίνητο σταμάτησε , ο συνοδηγός άνοιξε την πόρτα και πήγε στον τοίχο που έγραφε ζήτω ο Μακάριος, με ξεθωριασμένα γαλάζια γράμματα από τον καιρό της ΕΟΚΑ 1955-59 και τα κλότσησε. Ταυτόχρονα ο οδηγός πετάχτηκε έξω και προτάσσοντας το όπλο του μας απείλησε λέγοντας μας να προσέχουμε τα λόγια μας.
Μετά ένα στρατιωτικό όχημα περνούσε με άτομα στρατιωτικά ντυμένα με το σήμα της ΕΟΚΑ β, τραγουδούσαν. Ήταν και άτομα γνωστά σε κάποιους, από το διπλανό χωριό. Το χέρι μου σηκώθηκε και τα πέντε μου δάκτυλα άνοιξαν. Αμέσως κατάλαβα πως αυτό που έκανα ήταν επικίνδυνο.
Κοντά στο μεσημέρι πήρα το ραδιόφωνο μου και άρχισα να ψάχνω για ν’ ακούσω τι έλεγαν οι τουρκοκυπριακοί σταθμοί, ίσως αν κατάφερνα να πιάσω ελλαδικό ραδιοσταθμό(κάτι που κατάφερνα κυρίως το βράδυ). Σε κάποια στιγμή εντόπισα συχνότητα που έβαζε τραγούδια του Θεοδωράκη. Ήταν ο σταθμός που φτιάχτηκε στην Πάφο και καλούσε τον κόσμο σε αντίσταση και διέψευδε πως ο Μακάριος είναι νεκρός.
Το απόγευμα μαζεύτηκαν αρκετοί στην αυλή του καφενέ όπως κάθε μέρα. Εγώ με το ραδιόφωνο στο χέρι συνέχεια, γύρω στις 5 έβαλα να ακούσουμε το διάγγελμα του Μακαρίου όπως προαναγγελλόταν. Όταν τέλειωσε κάποιος μας παρακίνησε (τους πιο μικρούς) να παίξουμε την καμπάνα, όπως και κάναμε.
Αργά το απόγευμα πήγα με τους φίλους μου την καθιερωμένη μας βόλτα από την μια άκρη του χωριού μέχρι την άλλη αγνοώντας τον κατοίκων περιορισμό που επέβαλε το πραξικόπημα.
Το βράδυ στον καφενέ αρκετός κόσμος πηγαινοερχόταν. Συζητούσαν, κάποιοι που ήρθαν από τη Λευκωσία έφερναν πληροφορίες για γεγονότα και πράγματα που άκουσαν ή είχαν δει. Προσέχτηκα ακούαμε τις ειδήσεις και αργά το βράδυ από το μεγάλο ραδιόφωνο του καφενέ βάζαμε ξένους ραδιοσταθμούς όπως ελληνικές εκπομπές της Μόσχας, της ΝτοΪτσεβελε και του b.b.c. Αυτό γινόταν κάθε βράδυ.
Μετά τα μεσάνυχτα όταν ο καφενές έκλεισε, ο πατέρας μου ζήτησε από δυό- τρεις που είχαν κυνηγητικά όπλα και ήρθαν να βγάλουν σκοπιά, ώστε να αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο.
Την Τρίτη τη νύχτα καθόμαστε 5-6 άτομα στον καφενέ του Αντρέα μερικά μέτρα πιο πάνω και απέναντι από τον δικό μας. Ένα περιπολικό της αστυνομίας σταμάτησε, ο αστυνομικός που επέβαινε κατέβηκε και με αυστηρό ύφος ρώτησε αν το χωριό μας εξαιρείτε από τον κατοίκων περιορισμό. Τότε κάποιος τον έβρισε. Ακολούθησε έντονη συζήτηση και μετά διαλυθήκαμε.
Σάββατο 20 Ιούλη.
Μου άρεσε τα πρωινά όποτε τα κατάφερνα να σηκώνουμε από τις 6 και να κάθομαι στη βεράντα του καφενέ για να απολαμβάνω την ησυχία του πρωινού και τον ήλιο που ανάτελλε κι έβαφε τον απέναντι τοίχο πορτοκαλί με τις σκιές των δέντρων να δημιουργούν σχέδια. Επίσης μου άρεσε μετά που καθάριζε η μάνα μου να συγυρίζω τα τραπέζια και τις καρέκλες.
Έτσι σηκώθηκα κι αυτό το πρωινό, άνοιξα το ράδιο το οποίο μετέδιδε πρωινή γυμναστική. Έβαλα σε τάξη τα τραπέζια και τις καρέκλες.
Σε λίγο δε θυμούμαι πως, έφτασε η είδηση ότι η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Η γειτονιά αναστατώθηκε. Κάποιοι έπρεπε να καταταγούν στον στρατό και κάποιων τα αυτοκίνητα ήταν σε επίταξη. Ένα αυτοκίνητο ήρθε να πάρει τον γείτονα στρατό, κλάματα και ευχές.
Ακούγαμε όλη μέρα το ΡΙΚ για να μαθαίνουμε τις εξελίξεις, το οποίο με τα ανακοινωθέντα που διάβαζε ο Άγγελος Κοτσόνης έδινε την εντύπωση ότι από ώρα σε ώρα θα ρίξουμε τον εχθρό στη θάλασσα. Πέραν από την αναστάτωση και την αγωνία η μέρα πέρασε χωρίς ν’ ακούσουμε κάτι που να δείχνει ότι γίνεται πόλεμος. Το απόγευμα όμως άρχισαν οι ανταλλαγές πυρών στις περιοχές Λεύκας, Ελιάς, Αγκολέμι. Οι εκρήξεις ακούγονταν στο χωριό και ο κόσμος άρχισε να προβληματίζεται τι να κάνει. Όταν δυό-τρεις σφαίρες ήρθαν στο χωριό, δεν ξέρω ποιοι και πως, αποφάσισαν να επιβιβαστούν όσοι δεν είχαν αυτοκίνητα και χωρούσαν σ’ ένα φορτηγό (του Ζαχαρία), και οι υπόλοιποι που θέλουν να φύγουν να φύγουν με άλλα αυτοκίνητα.
Ετοιμάστηκα πήρα το ράδιο μου και ανέβηκα στο φορτηγό με τη μητέρα μου, την κόρη και τον γιό της αδελφής μου. Ο πατέρας μου έμεινε στο χωριό (το αυτοκίνητο του ήταν επίταξη).
Αφού το φορτηγό γέμισε ξεκινήσαμε για την Κακοπετριά, ήδη ο ήλιος είχε δύσει. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ακούστηκαν 2 πυροβολισμοί, μάλλον ήταν για να σταματήσουμε, ο οδηγός όμως δεν κατάλαβε και συνέχισε. Σταματήσαμε στη δροσερή ποταμιά. Ήταν νύχτα, το κέντρο κλειστό, απόλυτη ησυχία. Μείναμε πάνω στο φορτηγό, εγώ να κάθομαι δεν θυμούμαι αν ήταν βαλίτσα ή κασόνι, η αδελφότεχνη μου κοιμόταν ακουμπισμένη στα γόνατα μου και ο αδελφός της (10 χρονών) μπροστά στα πόδιαμου. Δεν υπήρχε ούτε εκατοστό για να κινηθώ. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα, κοίταζα τα’ άστρα και σκεφτόμουν. Ήθελα ν’ ανοίξω το ράδιο αλλά δεν το έκανα για ν’ αφήσω τον κόσμο να κοιμηθεί. Πως άντεξα εκείνη τη νύχτα αναρωτιέμαι.
Μόλις ξημέρωσε το κέντρο άνοιξε και σιγά-σιγά κατεβήκαμε και πήγαμε να πιούμε κάτι.
Όταν κάθισα εκεί με πήρε ο ύπνος.
Σε λίγη ώρα το κέντρο γέμισε από κόσμο από διάφορες περιοχές της Κύπρου.
Οι άνθρωποι άρχισαν να αναμιγνύονται, να λέει ο καθένας τις εμπειρίες του, να εκφράζει τις ανησυχίες του.
Γύρω στο μεσημέρι ένας με στρατιωτική παραλλαγή και το έμβλημα της ΕΟΚΑ β ήρθε να μαζέψει κόσμο για να πάει να σβήσει τις πυρκαγιές.
Τη νύχτα στρώθηκαν στο πάτωμα κουβέρτες, σεντόνια και οι άνθρωποι που έφυγαν για να γλυτώσουν από την πολεμική μανία, ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Εγώ 2 βράδια κοιμήθηκα σε μια μεταλλική πλαγιαστή καρέκλα.
Τη Δευτέρα νομίζω 22 Ιούλη ο πατέρας μου βρήκε στο χωριό μας ένα συγχωριανό μας πληγωμένο ΕΛΑΦΡΆ και τον έφερε εκεί. Είχε τραυματιστεί κατά τον βομβαρδισμό των φυλακίων της Ε.Φ. στο στεφάνι (βουνό πάνω από τη Λεύκα). Μας περιέγραφε τα γεγονότα και όπως έλεγε μετά τον τραυματισμό του έτρεχε να σωθεί. Αν τον πλήρωναν έλεγε δεν θα έτρεχε τόσο πολύ και δεν Θα πηδούσε τόσο ψηλά συρματοπλέγματα.
Η προσμονή των συγχωριανών μου για επιστροφή στο χωριό μας τερματίστηκε την Τρίτη 23 Ιούλη με την εκεχειρία.
Με την επιστροφή μας στο χωριό άρχισαν να μαζεύουν τρόφιμα και ρούχα για τους πρόσφυγες, μια λέξη που τότε συνειδητοποιούσα τι σημαίνει.
Στο καφενέ διηγούνταν ιστορίες που είδαν ή άκουσαν . Συζητούσαν τις εξελίξεις και η προσοχή όλων στο ράδιο και την τηλεόραση για ν’ ακούσουμε τα πάντα να μη μας ξεφύγει τίποτε και ο καθένας έβγαζε τα δικά του συμπεράσματα, έλεγε τις δικές του σκέψεις και απόψεις. Πολύς ήταν ο προβληματισμός για την ανάληψη της προεδρίας από τον Γλαύκο Κληρίδη.
Στο σταυροδρόμι του χωριού (στις ζιζιφκιές) στρατοπέδευσε ένα σώμα στρατού, ήταν μαζί και ελλαδίτες στρατιώτες. όπως μας έλεγαν ήταν άοπλοι. Εγώ διερωτόμουν τι θα έκαναν χωρίς όπλα.
13 Αυγούστου 1974.
Στη γειτονιά αργά το απόγευμα, γυναίκες κάθονταν έξω από τα σπίτια (στα στενά) και κουβέντιαζαν . Αρκετοί άντρες στον καφενέ περίμεναν με αγωνία τις εξελίξεις από την συνάντηση της Γενεύης. Γύρω στις 7 με τον φίλο μου τον Σούλη ακούαμε στην βεράντα του καφενέ από το ράδιο ένα θεατρικό επιστημονικής φαντασίας για διαστημικό σταθμό.
Όταν Τέλειωσε ο φίλος μου έφυγε κ’ εγώ κάθισα στην αυλή μαζί με τους άλλους. Έχω την εντύπωση πως ήταν σκοτεινά. Αλλάζοντας τους ξένους ραδιοσταθμούς που μετέδιδαν ελληνικά, προσπαθούσαμε να αντιληφθούμε τις εξελίξεις.
Ο πατέρας μου βρισκόταν στο μπακάλικο το οποίο ήταν ενωμένο με τον καφενέ και μάζευε πράγματα για να τα πάρει στη Λευκωσία στ’ αδέλφια μου ώστε να έχουμε κάτι σε περίπτωση κατάληψης του χωρίού από τον τούρκικο στρατό.
Την άλλη μέρα 14 Αυγούστου μέρα Τετάρτη, ξύπνησα νωρίς γύρω στις 6. Ένα ράδιο που ακουγόταν στη γειτονιά έλεγε πως άρχισε πάλι ο πόλεμος.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι μάζεψα όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα (ρούχα, ράδιο, φωτογραφική κ.λπ.) τα έβαλα στη βαλίτσα που ήταν κάτω από το κρεβάτι μου και βγήκα έξω. Ο πατέρας μου που φόρτωνε το μονοκάμπινο Μοσκοβιτς, άρχισε να βάζει και πράγματα από το σπίτι κρεβάτια, στρώματα και ότι άλλο μπορούσε να χωρέσει το αυτοκίνητο. Το μόνο πράγμα που δεν τόλμησα εκείνη τη στιγμή να πάρω παρ’ όλο που το ήθελα πολύ ήταν οι δίσκοι με τα αγαπημένα τραγούδια και το pick up (δισκοφόρος), νόμιζα πως θα μου θύμωναν. Όταν ετοιμαστήκαμε μπήκα στο αυτοκίνητο με τους γονείς μου. Ήθελα να πάρω μια πέτρα από το δρόμο για να την έχω για ενθύμιο, διότι σκεφτώμουν πως δεν θα ξανά γυρίζαμε, όπως και έγινε. (Τις τελευταίες γραμμές τις γράφω με δυσκολία)
Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει αντί Λευκωσία να πάμε στο Φοινι στους συμπέθερους, Ευτυχώς γιατί ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν πηγαίναμε προς Λευκωσία, ίσως μα είμαστε στους χιλιάδες σκοτωμένους.
Στο Φοινι τίποτε δεν έδειχνε πως γινόταν πόλεμος. Στους καφενέδες ο κόσμος δεν μιλούσε για τα γεγονότα (αν και υπήρχαν σκοτωμένοι από το χωριό), ούτε πολιτικά μιλούσαν. Κατά παρέες μιλούσαν για τις δουλειές τους.
Ο πατέρας μου για μια βδομάδα πήγαινε στο χωριό και κουβαλούσε πράγματα από το σπίτι και το μπακάλικο μας. Την τελευταία φορά που πήγε στα ντεπόζιτα του χωριού τον σταμάτησαν στο οδόφραγμα που είχε στηθεί εκεί από την (εθνική φρουρά), και δεν του επέτρεψαν να πάει με το αυτοκίνητο. Προχώρησε περπατητός και κατέβηκε προσέχτηκα απο το περιβόλι και πήγε πίσω από το μπακάλικο. Από το ανοιχτό παράθυρο είδε να είναι όλα ανακατωμένα, μπουκάλια σπασμένα, όλα κάτω και πεταμένα. Πέρασε μπροστά, στο δρόμο πεταμένα πράγματα από τα σπίτια. Μπήκε στον καφενέ πήρε ένα φλιτζάνι του καφέ και έφυγε. (Όπως πληροφορηθήκαμε αργότερα, εκείνη τη μέρα συνελήφθηκαν δυό γείτονες μας, έξω από τα σπίτια τους, όταν είχαν πάει και αυτοί για να πάρουν μερικά είδη από τα σπίτια τους. Μετά όμως αφέθησαν ελεύθεροι επειδή τους γνώριζαν τουρκοκύπριοι οι οποίοι δούλευαν μαζί τους.)
Όταν ο πατέρας μου ήρθε να μας βρει, είμαστε μαζεμένοι στην κουζίνα. Τον ρωτήσαμε με αγωνία τι γινόταν. Δεν απάντησε. Η αδελφή μου που είχε έρθει και αυτή στο Φοινί εν τω μεταξύ τον ρώτησε αν μπήκαν οι τούρκοι στο χωριό. Η απάντηση με στενοχώρια, καταφατική.
Στη συνέχεια μας περιέγραψε ότι είχε δει. Η λύπη που μας πλάκωσε ασήκωτη.
Το χωριό μας (όπως και τα διπλανά) απροστάτευτο για μια βδομάδα, χαρίστηκε και αυτό στον τούρκικο στρατό, αν και δεν φαίνεται να ήταν στα σχέδια του για κατάληψη.
Άδικα η Κύπρος μοιράστηκε και η μισή πουλήθηκε στην Τουρκία. Η πληγή από το μοίρασμα ακόμα ανοιχτή να μας βασανίζει μέχρι σήμερα.
2011 Συγκρίσεις
1974 εχθρός αυτών που εξυπηρετούσαν τα νατοΪκα συμφέροντα για διχοτόμηση της Κύπρου ήταν ο Μακάριος το ΑΚΕΛ και οι δημοκρατικές δυνάμεις, που αντιστέκονταν στην κατάλυση της δημοκρατίας και την διχοτόμηση.
Σήμερα εχθρός της συνασπισμένης δεξιάς- εθνικοσοσιαλδημοκρατίας, Ο Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ, διότι αντιστέκονται στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, όπως κι αν την ονομάζουν αυτοί που την επιθυμούν, είτε διχοτόμηση, είτε δύο κράτη, είτε χαλαρή ομοσπονδία (συνομοσπονδία), είτε αγώνα για δικαίωση και επιστροφή στις πατρογονικές εστίες.
Εχθρός σήμερα της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκφραστών ο Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ διότι υπερασπίζονται τα λαϊκά συμφέροντα και θέλουν συμμετοχή του πλούτου στην οικονομία του τόπου.
Προσπάθεια εξαναγκασμού σε παραίτηση (πολιτικό-καναλαρχικό πραξικόπημα σε διάρκεια)
Η Τουρκία περιμένει τα επόμενα μας λάθη και πολιτικές ανοησίες.
7 σχόλια:
Σολίατη,
Συγκλονιστικά όσα γράφεις.
Μόνο που θαρρώ πως μόνο όσοι έζησαν εκείνες τις μέρες και είχαν τις ίδιες ή παρόμοιες εμπειρίες μπορούν να σε καταλάβουν απόλυτα.
Διαβάζοντας το κείμενο ήρθαν στο μυαλό μου και οι δικές μου περιπέτειες...
Πράγματι Μιχάλη μόνο όσοι έζησαν τα γεγονότα μπορούν να καταλάβουν και νομίζω είναι σε κάποιο βαθμό κατανοητό.
Φίλε Σολιάτη,
Τα βιώματα και οι μνήμες σου, «... έτσι όπως τις έζησες ως ένας δεκαεξάχρονος» το καλοκαίρι του 1974, ξύπνησαν και έφεραν στον νου μου και τα δικά μου συγκλονιστικά βιώματα που έζησα ως 17χρονος [και που ποτέ δεν ξεχνιούνται!]...
Οι μνήμες μου είναι δημοσιευμένες σε δύο αναρτήσεις στο Blog μου που θα βρεις στα links:
- http://aneforiwn.blogspot.com/2008/07/12-15-1974_10.html
- http://aneforiwn.blogspot.com/2008/07/15.html
Επίσης να σημειώσω στη βάση αυτού που λες ότι στο χωριό σου «Κάθονταν σ’ ένα κύκλο περίπου, μιλούσε κάποιος και οι άλλοι τον άκουαν, μετά έπαιρνε άλλος τον λόγο κι οι υπόλοιποι άκουαν ...», πως κάτι τέτοιο παρατήρησα τελευταίως [πριν μερικές βδομάδες] σε καφενείο στον Κάθηκα...
Φίλε aneforiwn διάβασα και τις δικές σου οδυνηρές μνήμες. Τα πράγματα ήταν ασφαλώς πιο δύσκολα αφού είχατε να κάνετε με την ΕΟΚΑ β. Βιβλία και βιβλιαράκια με αποφάσεις του ΑΚΕΛ κατάστρεψε και ο αδελφός μου. Ευτυχώς κάτι είχα προλάβει να διαβάσω.
Αυτές οι μνήμες της προδοσίας, έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα με κόκκινο χρώμα στο μυαλό μας και κάθε χρόνο τέτοιες μέρες γίνονται εντονότερες. Τέτοιες μέρες δεν ανέχομαι να μου λεν αρλούμπες. Όσο για τον Κάθηκα χαίρωμαι
Εγώ ήμουν δωδεκάχρονος, και όλα αυτά που γράφεις τα ένοιωσα λιγότερο ή περισσότερο…
Οι συγκρίσεις σου όμως ρε φίλε…, άσε τις εντελώς άστοχες συγκρίσεις γιατί χαλούν το υπόλοιπο αυτοβιογραφικό κείμενο…
Στροβολιώτη,
Σε καλωσορίζω στο ιστολόγιο μου και σ’ ευχαριστώ για τον χρόνο που ξόδεψες για να διαβάσεις αυτά που έγραψα.
δεν συμφωνήσαμε καμιά φορά για να συμφωνήσουμε και τώρα και ο λόγος είναι απλός, κρίνουμε τις καταστάσεις και τις διάφορες πολιτικές, από διαφορετική ταξική πλευρά.
Τουλάχιστον για το κυπριακό θα έπρεπε να συμφωνείς πως αυτοί που απορρίπτουν την λύση δ.δ.ο. εγώ λέω και οποιανδήποτε λύση, μαζί με τον συναγερμό που ανάλογα με την περίπτωση τοποθετείτε διαφορετικά, και τώρα έβαλε την εθνική στολή, στοχεύουν την λύση της δ.δ.ο.
Δημοσίευση σχολίου